- ὁλοσχερέστατα
- ὁλοσχερήςwholeadverbial superlὁλοσχερήςwholeneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁλοσχερεστάτας — ὁλοσχερεστάτᾱς , ὁλοσχερής whole fem acc superl pl ὁλοσχερεστάτᾱς , ὁλοσχερής whole fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)